Πασχαλινό Χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη
Ένα χρονογράφημα γραμμένο με χιούμορ και αισιοδοξία μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής που δείχνει ανάγλυφα: το πως ο άνθρωπος με όπλο τη φαντασία του μπορεί να ανταπεξέλθει ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Γι' αυτο αγαπητοί αναγνώστες, μην αφήνετε να σας αγχώνουν οι καραγκιόζηδες της TV με την ακρίβεια και οι τρομοκράτες διαιτολόγοι με τα κιλά! Δυό μέρες είναι αυτές! Φάτε και πιείτε άφοβα, γλεντήστε και χορέψτε!!!!
Με τη φαντασία
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
- Πού θα περάσουμε το Πάσχα;
- Όπου θες...
- Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή... Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Αλιμο, στον Άγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθεί το αίμα μας και να ξεμουδιάσει το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε...
- Και πότε θα ψήσουμε τ' αρνί στη σούβλα;
- Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξερες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια - ακόμα και το κρασί μας και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθίσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν..
- Και νερό;
- Θα πάρουμε και νερό!
- Και σαπούνι!
- Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος.
- Άκου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά... Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζη την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Οσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ' έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρτα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε... Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθίσουμε...
- Κοροϊδεύεις;
-... κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήση τα μάτια και μας θαμπώση, θα κλείσουμε τα μάτια...
- Και θα... κοιμηθούμε!
-...θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Οσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είνε πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις...
- Ασε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθης μαζί μας ή όχι;
- Εσύ ναρθής μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός:
-«Πού είνε το σπίτι σου;»
- «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε... Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;»
- «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε».
- «Και πώς θα βγης απ' εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα.
- «Θα πηδήξης από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα.
- «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο... ουρανοβάμων»!
- Λοιπόν, εάν δεν γίνης ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά!
- Είσαι τρελλός!
- Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πη μιαν αλήθεια· κ' εγώ κάνω τον τρελό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ' όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Όσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λιβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα... Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί· θα ψήσω τ' αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρίσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι... άλλος άνθρωπος.
«Πρωία»
4 Απριλίου 1942
- Όπου θες...
- Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή... Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Αλιμο, στον Άγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθεί το αίμα μας και να ξεμουδιάσει το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε...
- Και πότε θα ψήσουμε τ' αρνί στη σούβλα;
- Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξερες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια - ακόμα και το κρασί μας και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθίσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν..
- Και νερό;
- Θα πάρουμε και νερό!
- Και σαπούνι!
- Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος.
- Άκου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά... Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζη την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Οσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ' έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρτα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε... Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθίσουμε...
- Κοροϊδεύεις;
-... κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήση τα μάτια και μας θαμπώση, θα κλείσουμε τα μάτια...
- Και θα... κοιμηθούμε!
-...θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Οσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είνε πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις...
- Ασε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθης μαζί μας ή όχι;
- Εσύ ναρθής μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός:
-«Πού είνε το σπίτι σου;»
- «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε... Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;»
- «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε».
- «Και πώς θα βγης απ' εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα.
- «Θα πηδήξης από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα.
- «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο... ουρανοβάμων»!
- Λοιπόν, εάν δεν γίνης ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά!
- Είσαι τρελλός!
- Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πη μιαν αλήθεια· κ' εγώ κάνω τον τρελό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ' όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Όσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λιβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα... Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί· θα ψήσω τ' αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρίσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι... άλλος άνθρωπος.
«Πρωία»
4 Απριλίου 1942
Σχόλια
Το Πάνθεον ήταν σοβαρό περιοδικό.
Η σύζυγος μου ήταν φανατική αναγνώστρια αλλά θυμάται μόνο το όνομα της Πόπης Μηλιώρη που έγραφε χρονογραφήματα.
χρόνια πολλά
χρόνια πολλά
Χριστός Ανέστη....!
Υγεία,χαρά και αγάπη ,για σένα και τη οικογένειά σου!
Λία...
Πολύ όμορφο το χρονογράφημα!Το "Πάνθεον" το διάβαζα ανελλιπώς-κι εγώ τη Μηλιώρη θυμάμαι,μάλιστα αγόρασα και κάποια μυθιστορήματά της,γιατί μου άρεσε η γραφή της.Πώς υπέγραφε άραγε η αχτίδα;
η καλή μας cook βρίσκεται σε έδεια και προσπαθώ να την ....αντικαταστήσω!!!