Οι γερανοί του Ιβύκου !!!!
Αναγκαία σημείωση: Δανείστηκα τον τίτλο από ένα εκπληκτικό κείμενο που είχε παλιά το αναγνωστικό της Α΄ Γυμνασίου: την ιστορία της δολοφονίας από δυο ληστές, έξω απ' την Κόρινθο, του μεγάλου ποιητή Ίβυκου από την Κάτω Ιταλία. Με τα πουλιά να βλέπουνε το φονικό από πάνω και να οδηγούν μετά στη φυλακή τους δυο ενόχους! Μια ιστορία που μας συγκλόνιζε και που την είχαμε διαβάσει όλοι, πρωτού την κάνουμε μάθημα.
.
.
.
Δίπλα στην είσοδο του Μετρό στο μικρό παρτέρι με τις ελιές και ενώ τα πόδια ακουμπούν ελαφρά στο πλακόστρωτο, πεσμένο πάνω στο ξερό χώμα με τα αποτσίγαρα και λουσμένο από ένα πολύ ζεστό για μήνα Οκτώβρη ήλιο, έναν ήλιο που μόλις ξεπρόβαλλε από τον Υμηττό, κείτεται το ωραίο κορμί, ντυμένο στην πένα: καινούργιο τζιν καθαρό, καινούργια μαύρα παπούτσια με αυτές τις γυριστές μπρος και πίσω σόλες, κρεμ ζακέτα με φερμουάρ, ανοιχτό μπλε πουκάμισο, κολιέ από μπλε οπαλίνα χάντρες και ένα κεφάλι πανέμορφο, γερτό στο πλάι, τριγυρισμένο από ξερά χορτάρια που τα αναδεύει το ελαφρύ αεράκι, ένα μικρό αγριοσίταρο παίζει με το πηγούνι και γύρω-γύρω οι θύσανοι απ’ τα μαλλιά με τις κατάξανθες τις μπούκλες, μπούκλες πολλές που αναδεύονται και αυτές με το αεράκι, ενώ κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα υπογραμμίζονται μάτια μεγάλα και από τα μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη σαν να ασπρίζει ένα αμυδρό χαμόγελο προς το περιρρέον πλήθος που μπαινοβγαίνει στη γη με τις σκάλες σαν τα μυρμήγκια στην τρύπα τους, ανθρώπους βιαστικούς που ρίχνουνε μια ματιά και προσπερνάνε ή αργόσχολους σαν εμένα που κοντοστέκονται, ξαναγυρίζουν, κοιτούν από μακριά και φεύγουν, άλλους τους καταπίνει η γη και άλλοι σκορπίζονται ένα γύρω παίρνουν ταξί και λεωφορεία, χάνονται από εδώ και από εκεί, μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο της διπλανής λεωφόρου ενώ από το κεφαλόσκαλο ο νεαρός με τα φυλλάδια του ινστιτούτου αδυνατίσματος ρίχνει κλεφτές ματιές ταραγμένος, και δείχνει ακόμη ταραγμένος όταν σε καμιά ώρα με βγάζει πάλι μπροστά του η σκάλα και πάλι στο παρτεράκι απέναντι η ίδια εικόνα, μόνο που τώρα ο ήλιος είναι πιο ψηλά, τώρα ο ήλιος καίει, και μια απαλή κοκκινίλα διαγράφεται στο μάγουλο της κοπέλας ενώ ένα μέτρο πιο μακριά προσέχω τώρα και το μαύρο τσαντάκι με τη χρυσή αλυσιδίτσα, χρυσή τρόπος του λέγειν δηλαδή, όμως το χρώμα του χρυσού το έχει και είναι τούτο από μόνο του ικανό να με ταράξει, γιατί κάτι τέτοια πράγματα φέρνουνε άλλους συνειρμούς σε πάνε σε άλλα μονοπάτια αφού εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εικόνα τυπική του πράγματος, ξέρουμε δα από πρεζόνια, από λιπόσαρκα παιδιά που σαν σκιές γυρίζουνε στο κέντρο και στις πλατείες, σαν υπνοβάτες με ασταθές περπάτημα σε slow motion, μια κίνηση τελείως διαφορετική από το βιαστικό περπάτημα του πλήθους, με βρώμικα πολύ τα ρούχα τους, με στόματα που χαίνουν δίχως δόντια, υπάρξεις γερασμένες πρόωρα με απλωμένο χέρι, «δώσ’ μου» «δώσ’ μου» σου λένε «για να φάω» τάχα και όλο τρεκλίζουν και όλο γέρνουνε, διπλώνουνε και πέφτουν κάτω και είναι αγόρια τα πιο πολλά που αν τα πιάσεις λίγο από τον ώμο τρυφερά –αυτό να κάνετε μη δίνετε λεφτά- ή τους χαϊδέψεις το κεφάλι τους στη ρίζα, τα νιώθεις να σκιρτούνε δυνατά, το θέλουν πιο πολύ αυτό από τα χρήματα, ενώ με τα κορίτσια δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα, μην παρεξηγηθείς –λέει ο κόσμος διάφορα για βίζιτες- και ας νιώθεις πιο μεγάλο πόνο όταν τα βλέπεις έτσι, και δεν είναι θαρρώ το θέμα του άλλου φύλου που κάνει τη διαφορά, αφού η καταρράκωση αυτό το έχει ισοπεδώσει, ίσως αυτό να οφείλεται σε άλλα πράγματα σε προαιώνια σύμβολα της γυναίκας σε έννοιες που χρειάζονται αναλύσεις και εγώ δεν θέλω να υπεισέλθω σε αυτά ούτε μπορώ να θίξω τα τόσα «πως» και τα άπειρα «διότι», υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι, δεν είμαι καν ούτε πατέρας, μόνο διαβάζω και ακούω διάφορα μα όλα αυτά είναι απόψεις δεν είναι κάτι δεδομένο δηλαδή όπως η εικόνα εδώ μπροστά με το πεσμένο κορίτσι στο παρτέρι που δεν με αφήνει δεν μπορώ να προσπεράσω και δεν είναι, νομίζω, θέμα φιλανθρωπίας, ο συνάνθρωπος και τέτοια δηλαδή αφού υπάρχουν γύρω μας τόσοι πεσμένοι, αφού λίγο ως πολύ όλοι παραπατάμε και όλοι γέρνουμε, ακουμπάμε οι πιο πολλοί στο χώμα, ποιος θα σηκώσει ποιόν, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο σημαντικό με κάτι πιο σπουδαίο: είναι η ομορφιά –ακόμη άφθαρτη- πεσμένη κάτω, ίδιος χρυσός που έπεσε στο χώμα, πάνω στα αποτσίγαρα και στα ξερά χορτάρια με το καυσαέριο, κάτω από τις αναιμικές ελίτσες με τα μαυρισμένα φύλλα, δίπλα στον ξέχειλο σκουπιδοτενεκέ του δήμου, ένα κορίτσι με τις μπούκλες του σαν αρχαία θεά, σαν άγαλμα πεσμένο, σαν άγαλμα ζεστό και μαλακό που μόλις το πιάνω από τους ώμους αναδεύεται χωρίς να ανοίγουνε τα μάτια, «σήκω κορίτσι μου είσαι ωραία κοπέλα» μα το κορμί σαν άψυχο δεν κάνει καν προσπάθεια, μόνο ένα πνιχτό μουρμούρισμα με μια βαθιά ανάσα και πρέπει να βάλω δύναμη, έρχεται και το παιδί με τα φυλλάδια, σηκώνουμε το μισό κορμί το στρίβουμε απαλά-απαλά και ακουμπάμε την πλάτη του στον τσιμεντένιο τοίχο ενώ το κεφάλι της γέρνει μπροστά, μόνο που σαν να κάνει μια μικρή προσπάθεια στήριξης και από γύρω οι περίεργοι έχουνε τώρα σταματήσει, κάποιοι ρωτούν τι έχει η κοπέλα, κάνουνε εικασίες, ενώ λιγάκι το κεφάλι ανασηκώνεται και ξαφνικά ανοίγουνε τα μάτια, ανοίγουνε και αστράφτει ένα χρώμα μπλέ σε μια απόχρωση πρωτοφανή για μάτια που ίσως να έχει κάποιο όνομα ξεχωριστό μα δεν τα πάω καλά με αποχρώσεις, θα το αναφέρω απλά σαν μπλε μεταλλικό, που αν και το έχω δει και μια φορά στη θάλασσα –έξω από τη Νάξο προς τη Νιό από το πλοίο της γραμμής, Ιούνιο μεσημέρι - το βλέπω πιο συχνά στα νέα μοντέλα αυτοκινήτων και αυτό με κάνει να σαστίσω ακόμη πιο πολύ και να ρωτήσω, «γιατί κορίτσι μου δεν μπαίνεις σε ένα πρόγραμμα;» «..γαμώ.. το.. μου.. γαμώ.., τέσσερις.. μήνες.. καθαρή.. και.. είπα.. μόνο.. μια.. δόση!», ένα μουρμουρητό ένα ψέλλισμα, ζητάει ένα τσιγάρο, το ανάβει ο νεαρός με τα φυλλάδια και της το δίνει, τραβάει η κοπέλα μια βαθιά και ψάχνει το τσαντάκι της με τη χρυσή αλυσιδίτσα και εγώ σηκώνομαι να φύγω, «ευχαριστώ που….ενδιαφερθήκατε….για μένα» ενώ τα μάτια έχουν ανοίξει τώρα πιο πολύ και παρ’ ότι το ασπράδι τους είναι θολό, εκείνο το μπλέ μεταλλικό τα έχει όλα μέσα: ανθρώπους κίνηση δέντρα κολώνες και αυτοκίνητα χρωματιστά της λεωφόρου και εγώ απομακρύνομαι λιγάκι βιαστικά, ενώ ψηλά στον ουρανό οι γερανοί του διπλανού εργοταξίου κινούνται αενάως, συγκλίνουν και αποκλίνουν οι βραχίονες με τα μεγάλα τους φορτία από μπετόβεργες χωρίς να βλέπουν κάτω το κορίτσι, είναι φτιαγμένοι, βλέπεις, από σίδερο δεν είναι δα και οι Γερανοί του Ιβύκου που κάναμε στο αναγνωστικό της α΄ γυμνασίου, τα μεγάλα εκείνα διαβατάρικα πουλιά που είδανε από ψηλά το φόνο έξω απ’ την Κόρινθο, είδανε τα μαχαίρια των ληστών που αστράφτανε στον ήλιο και λες και ακούσανε τα βογκητά και τις εκκλήσεις του μαχαιρωμένου ποιητή που ξεψυχούσε, ακούσανε και οδήγησαν κατόπιν τους ενόχους στην παράδοση όταν τα είδανε αυτοί να γυροφέρνουν στον αέρα, πάνω από την πόλη σαν να τους αναγνώρισαν -γεμίζοντας την παιδική μας την ψυχή με ένα αίσθημα δικαίου- ούτε και υπάρχει καν η πρόθεση από κάποιον να παραδοθεί γι’ αυτό εδώ κοντά μας, δεν λείπουν μόνο τα πουλιά, λείπει και η ευαισθησία εκείνων των ληστών συγκεκριμένα.
Δίπλα στην είσοδο του Μετρό στο μικρό παρτέρι με τις ελιές και ενώ τα πόδια ακουμπούν ελαφρά στο πλακόστρωτο, πεσμένο πάνω στο ξερό χώμα με τα αποτσίγαρα και λουσμένο από ένα πολύ ζεστό για μήνα Οκτώβρη ήλιο, έναν ήλιο που μόλις ξεπρόβαλλε από τον Υμηττό, κείτεται το ωραίο κορμί, ντυμένο στην πένα: καινούργιο τζιν καθαρό, καινούργια μαύρα παπούτσια με αυτές τις γυριστές μπρος και πίσω σόλες, κρεμ ζακέτα με φερμουάρ, ανοιχτό μπλε πουκάμισο, κολιέ από μπλε οπαλίνα χάντρες και ένα κεφάλι πανέμορφο, γερτό στο πλάι, τριγυρισμένο από ξερά χορτάρια που τα αναδεύει το ελαφρύ αεράκι, ένα μικρό αγριοσίταρο παίζει με το πηγούνι και γύρω-γύρω οι θύσανοι απ’ τα μαλλιά με τις κατάξανθες τις μπούκλες, μπούκλες πολλές που αναδεύονται και αυτές με το αεράκι, ενώ κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα υπογραμμίζονται μάτια μεγάλα και από τα μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη σαν να ασπρίζει ένα αμυδρό χαμόγελο προς το περιρρέον πλήθος που μπαινοβγαίνει στη γη με τις σκάλες σαν τα μυρμήγκια στην τρύπα τους, ανθρώπους βιαστικούς που ρίχνουνε μια ματιά και προσπερνάνε ή αργόσχολους σαν εμένα που κοντοστέκονται, ξαναγυρίζουν, κοιτούν από μακριά και φεύγουν, άλλους τους καταπίνει η γη και άλλοι σκορπίζονται ένα γύρω παίρνουν ταξί και λεωφορεία, χάνονται από εδώ και από εκεί, μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο της διπλανής λεωφόρου ενώ από το κεφαλόσκαλο ο νεαρός με τα φυλλάδια του ινστιτούτου αδυνατίσματος ρίχνει κλεφτές ματιές ταραγμένος, και δείχνει ακόμη ταραγμένος όταν σε καμιά ώρα με βγάζει πάλι μπροστά του η σκάλα και πάλι στο παρτεράκι απέναντι η ίδια εικόνα, μόνο που τώρα ο ήλιος είναι πιο ψηλά, τώρα ο ήλιος καίει, και μια απαλή κοκκινίλα διαγράφεται στο μάγουλο της κοπέλας ενώ ένα μέτρο πιο μακριά προσέχω τώρα και το μαύρο τσαντάκι με τη χρυσή αλυσιδίτσα, χρυσή τρόπος του λέγειν δηλαδή, όμως το χρώμα του χρυσού το έχει και είναι τούτο από μόνο του ικανό να με ταράξει, γιατί κάτι τέτοια πράγματα φέρνουνε άλλους συνειρμούς σε πάνε σε άλλα μονοπάτια αφού εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εικόνα τυπική του πράγματος, ξέρουμε δα από πρεζόνια, από λιπόσαρκα παιδιά που σαν σκιές γυρίζουνε στο κέντρο και στις πλατείες, σαν υπνοβάτες με ασταθές περπάτημα σε slow motion, μια κίνηση τελείως διαφορετική από το βιαστικό περπάτημα του πλήθους, με βρώμικα πολύ τα ρούχα τους, με στόματα που χαίνουν δίχως δόντια, υπάρξεις γερασμένες πρόωρα με απλωμένο χέρι, «δώσ’ μου» «δώσ’ μου» σου λένε «για να φάω» τάχα και όλο τρεκλίζουν και όλο γέρνουνε, διπλώνουνε και πέφτουν κάτω και είναι αγόρια τα πιο πολλά που αν τα πιάσεις λίγο από τον ώμο τρυφερά –αυτό να κάνετε μη δίνετε λεφτά- ή τους χαϊδέψεις το κεφάλι τους στη ρίζα, τα νιώθεις να σκιρτούνε δυνατά, το θέλουν πιο πολύ αυτό από τα χρήματα, ενώ με τα κορίτσια δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα, μην παρεξηγηθείς –λέει ο κόσμος διάφορα για βίζιτες- και ας νιώθεις πιο μεγάλο πόνο όταν τα βλέπεις έτσι, και δεν είναι θαρρώ το θέμα του άλλου φύλου που κάνει τη διαφορά, αφού η καταρράκωση αυτό το έχει ισοπεδώσει, ίσως αυτό να οφείλεται σε άλλα πράγματα σε προαιώνια σύμβολα της γυναίκας σε έννοιες που χρειάζονται αναλύσεις και εγώ δεν θέλω να υπεισέλθω σε αυτά ούτε μπορώ να θίξω τα τόσα «πως» και τα άπειρα «διότι», υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι, δεν είμαι καν ούτε πατέρας, μόνο διαβάζω και ακούω διάφορα μα όλα αυτά είναι απόψεις δεν είναι κάτι δεδομένο δηλαδή όπως η εικόνα εδώ μπροστά με το πεσμένο κορίτσι στο παρτέρι που δεν με αφήνει δεν μπορώ να προσπεράσω και δεν είναι, νομίζω, θέμα φιλανθρωπίας, ο συνάνθρωπος και τέτοια δηλαδή αφού υπάρχουν γύρω μας τόσοι πεσμένοι, αφού λίγο ως πολύ όλοι παραπατάμε και όλοι γέρνουμε, ακουμπάμε οι πιο πολλοί στο χώμα, ποιος θα σηκώσει ποιόν, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο σημαντικό με κάτι πιο σπουδαίο: είναι η ομορφιά –ακόμη άφθαρτη- πεσμένη κάτω, ίδιος χρυσός που έπεσε στο χώμα, πάνω στα αποτσίγαρα και στα ξερά χορτάρια με το καυσαέριο, κάτω από τις αναιμικές ελίτσες με τα μαυρισμένα φύλλα, δίπλα στον ξέχειλο σκουπιδοτενεκέ του δήμου, ένα κορίτσι με τις μπούκλες του σαν αρχαία θεά, σαν άγαλμα πεσμένο, σαν άγαλμα ζεστό και μαλακό που μόλις το πιάνω από τους ώμους αναδεύεται χωρίς να ανοίγουνε τα μάτια, «σήκω κορίτσι μου είσαι ωραία κοπέλα» μα το κορμί σαν άψυχο δεν κάνει καν προσπάθεια, μόνο ένα πνιχτό μουρμούρισμα με μια βαθιά ανάσα και πρέπει να βάλω δύναμη, έρχεται και το παιδί με τα φυλλάδια, σηκώνουμε το μισό κορμί το στρίβουμε απαλά-απαλά και ακουμπάμε την πλάτη του στον τσιμεντένιο τοίχο ενώ το κεφάλι της γέρνει μπροστά, μόνο που σαν να κάνει μια μικρή προσπάθεια στήριξης και από γύρω οι περίεργοι έχουνε τώρα σταματήσει, κάποιοι ρωτούν τι έχει η κοπέλα, κάνουνε εικασίες, ενώ λιγάκι το κεφάλι ανασηκώνεται και ξαφνικά ανοίγουνε τα μάτια, ανοίγουνε και αστράφτει ένα χρώμα μπλέ σε μια απόχρωση πρωτοφανή για μάτια που ίσως να έχει κάποιο όνομα ξεχωριστό μα δεν τα πάω καλά με αποχρώσεις, θα το αναφέρω απλά σαν μπλε μεταλλικό, που αν και το έχω δει και μια φορά στη θάλασσα –έξω από τη Νάξο προς τη Νιό από το πλοίο της γραμμής, Ιούνιο μεσημέρι - το βλέπω πιο συχνά στα νέα μοντέλα αυτοκινήτων και αυτό με κάνει να σαστίσω ακόμη πιο πολύ και να ρωτήσω, «γιατί κορίτσι μου δεν μπαίνεις σε ένα πρόγραμμα;» «..γαμώ.. το.. μου.. γαμώ.., τέσσερις.. μήνες.. καθαρή.. και.. είπα.. μόνο.. μια.. δόση!», ένα μουρμουρητό ένα ψέλλισμα, ζητάει ένα τσιγάρο, το ανάβει ο νεαρός με τα φυλλάδια και της το δίνει, τραβάει η κοπέλα μια βαθιά και ψάχνει το τσαντάκι της με τη χρυσή αλυσιδίτσα και εγώ σηκώνομαι να φύγω, «ευχαριστώ που….ενδιαφερθήκατε….για μένα» ενώ τα μάτια έχουν ανοίξει τώρα πιο πολύ και παρ’ ότι το ασπράδι τους είναι θολό, εκείνο το μπλέ μεταλλικό τα έχει όλα μέσα: ανθρώπους κίνηση δέντρα κολώνες και αυτοκίνητα χρωματιστά της λεωφόρου και εγώ απομακρύνομαι λιγάκι βιαστικά, ενώ ψηλά στον ουρανό οι γερανοί του διπλανού εργοταξίου κινούνται αενάως, συγκλίνουν και αποκλίνουν οι βραχίονες με τα μεγάλα τους φορτία από μπετόβεργες χωρίς να βλέπουν κάτω το κορίτσι, είναι φτιαγμένοι, βλέπεις, από σίδερο δεν είναι δα και οι Γερανοί του Ιβύκου που κάναμε στο αναγνωστικό της α΄ γυμνασίου, τα μεγάλα εκείνα διαβατάρικα πουλιά που είδανε από ψηλά το φόνο έξω απ’ την Κόρινθο, είδανε τα μαχαίρια των ληστών που αστράφτανε στον ήλιο και λες και ακούσανε τα βογκητά και τις εκκλήσεις του μαχαιρωμένου ποιητή που ξεψυχούσε, ακούσανε και οδήγησαν κατόπιν τους ενόχους στην παράδοση όταν τα είδανε αυτοί να γυροφέρνουν στον αέρα, πάνω από την πόλη σαν να τους αναγνώρισαν -γεμίζοντας την παιδική μας την ψυχή με ένα αίσθημα δικαίου- ούτε και υπάρχει καν η πρόθεση από κάποιον να παραδοθεί γι’ αυτό εδώ κοντά μας, δεν λείπουν μόνο τα πουλιά, λείπει και η ευαισθησία εκείνων των ληστών συγκεκριμένα.
Σχόλια
Αλήθεια πόσες παγίδες περιμένουν τα παιδιά σ΄αυτό τον άγριο κόσμο που ζούμε.
Πού θυμηθήκατε τους γερανούς του Ίβηκου;Πολύ ωραίο ανάγνωσμα,οι πρώτες μας επαφές με τα αρχαία ελληνικά.
Καλό μήνα!
(το κειμενακι που λες δεν το γνωριζω,μαλλον δεν το προλαβα)
Κοίτα αν θέλεις να κρεμάσεις νέα ανάρτηση κάνε το! Εγώ έβαλα το θέμα αυτό από το δικό μου blog για να μη μένει πολλές ημέρες η ίδια συνταγή.
Καλή σαρακοστή!
Τι μου θύμησες τώρα... πόσες φορές το είχαμε διαβάσει αυτό το κείμενο...
α ρε μπαγάσα κορωναίε!!!!!!